φάσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάσα οι φάσες
      γενική της φάσας των φασών
    αιτιατική τη φάσα τις φάσες
     κλητική φάσα φάσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάσα < ιταλική fascia

Ουσιαστικό

φάσα θηλυκό

  1. (βιολογία): κοινό όνομα του μεγαλύτερου είδους περιστεριού. αποδημητικού για την Ελλάδα, που φέρει επίσημο όνομα "περιστερά η λευκόχην" (Columba palumbus)
  2. (ναυτικός όρος): η ζώνη της ισάλου των πλοίων που χρωματίζεται συνηθέστερα κόκκινη, μπλε, άσπρη ή μαύρη
  3. υφασμάτινη λωρίδα επέκτασης (σε ρούχα, σεντόνια, κουρτίνες κ.λπ.), καθώς και για στολισμό
  4. η κάτω οριζόντια ξύλινη λωρίδα εντοιχισμένων επίπλων, (κουζίνας, ντουλάπας κ.λπ) που καλύπτει τα πόδια των επίπλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.