ὑφαρπάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὑφαρπάζω < ὑφ- + ἁρπάζω
Ρήμα
ὑφαρπάζω
- αρπάζω, αποσπώ κάτω από
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1200 . Μιλάει ο Παφλαγόνας στον Αλλαντοπώλη.
- οἴμοι τάλας, ἀδίκως γε τἄμ᾽ ὑφήρπασας.
- Αλίμονό μου, ο καψερός! Άρπαξες άτιμα το δικό μου κανίσκι.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἴμοι τάλας, ἀδίκως γε τἄμ᾽ ὑφήρπασας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 8, 4.16 @scaife.perseus
- τὰ δʼ ἐκπώματα, ἔφη, ἐπειδὴ οὐκ ἀνέχεσθαί μοι φαίνει, οὐκ οἶδʼ εἰ Χρυσάντᾳ τουτῳῒ δῶ, ἐπεὶ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1200 . Μιλάει ο Παφλαγόνας στον Αλλαντοπώλη.
- αφαιρώ κρυφά, υποκλέπτω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1062 (1061-1062)
- [ΔΗ] ἐγὼ δ᾽ ἄλουτος τήμερον γενήσομαι; | [ΑΛΛ] οὗτος γὰρ ἡμῶν τὰς πυέλους ὑφήρπασεν.
- [Δήμος] Κι εγώ θα μείνω σήμερα άλουστος; | [Αλλαντοπώλης] Μα αφού ετούτος μάς έκλεψε τις λεκάνες;
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- [ΔΗ] ἐγὼ δ᾽ ἄλουτος τήμερον γενήσομαι; | [ΑΛΛ] οὗτος γὰρ ἡμῶν τὰς πυέλους ὑφήρπασεν.
- ≈ συνώνυμα: λατινική surripere
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1062 (1061-1062)
- (για λόγο) διακόπτω, δεν αφήνω κάποιον να μιλήσει
- → δείτε παράθεμα στο ὑφαρπάσας
- (μεταφορικά) κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 490 (489-490). Μιλάει ο Σωκράτης.
- ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλω σοι σοφὸν | περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει.
- Θέμα αστρονομικό θα σου προβάλω | κι έχε το νου σου αμέσως να τ᾽ αρπάξεις.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλω σοι σοφὸν | περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 490 (489-490). Μιλάει ο Σωκράτης.
- ιωνικός τύπος : ὑπαρπάζω
Συγγενικά
- ὑφαρπάμενος
- ὑφάρπασις
- → και δείτε τις λέξεις ὑπό και ἁρπάζω
Πηγές
- ὑφαρπάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑφαρπάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.