υφέρπων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφέρπων η υφέρπουσα το υφέρπον
      γενική του υφέρποντος
& υφέρποντα1
της υφέρπουσας
& υφερπούσης*
του υφέρποντος
    αιτιατική τον υφέρποντα την υφέρπουσα το υφέρπον
     κλητική υφέρπων υφέρπουσα υφέρπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφέρποντες οι υφέρπουσες τα υφέρποντα
      γενική των υφερπόντων των υφερπουσών των υφερπόντων
    αιτιατική τους υφέρποντες τις υφέρπουσες τα υφέρποντα
     κλητική υφέρποντες υφέρπουσες υφέρποντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υφέρπων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὑφέρπω (αρχαία ελληνική), υφέρπω

Μετοχή

υφέρπων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.