υπόπικρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόπικρος η υπόπικρη το υπόπικρο
      γενική του υπόπικρου της υπόπικρης του υπόπικρου
    αιτιατική τον υπόπικρο την υπόπικρη το υπόπικρο
     κλητική υπόπικρε υπόπικρη υπόπικρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόπικροι οι υπόπικρες τα υπόπικρα
      γενική των υπόπικρων των υπόπικρων των υπόπικρων
    αιτιατική τους υπόπικρους τις υπόπικρες τα υπόπικρα
     κλητική υπόπικροι υπόπικρες υπόπικρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόπικρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υπόπικρος, -η, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.