υπό κλίμακα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπό κλίμακα < υπό, κλίμακα

Έκφραση

υπό κλίμακα

  • η σταθερή αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο πραγματικό μέγεθος και στο εικονιζόμενο σχέδιο, όχι σε φυσικό μέγεθος
    σχέδιο ενός κτιρίου υπό κλίμακα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.