υποχρέωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποχρέωμα | τα | υποχρεώματα |
| γενική | του | υποχρεώματος | των | υποχρεωμάτων |
| αιτιατική | το | υποχρέωμα | τα | υποχρεώματα |
| κλητική | υποχρέωμα | υποχρεώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υποχρέωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) το αποτέλεσμα του υποχρεώνω
- ※ Ούτως ο βασιλεύς της Νεαπόλεως έλαβε την ανακωχήν χωρίς άλλο υποχρέωμα (Κωνσταντίνος Κούμας, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, 1831)
Μεταφράσεις
υποχρέωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.