υποχρέωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποχρέωμα τα υποχρεώματα
      γενική του υποχρεώματος των υποχρεωμάτων
    αιτιατική το υποχρέωμα τα υποχρεώματα
     κλητική υποχρέωμα υποχρεώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποχρέωμα < υποχρεώνω + -μα

Ουσιαστικό

υποχρέωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.