υποπόδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπόδιο τα υποπόδια
      γενική του υποπόδιου των υποπόδιων
    αιτιατική το υποπόδιο τα υποπόδια
     κλητική υποπόδιο υποπόδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξύλινο υποπόδιο με ψάθα

Ετυμολογία

υποπόδιο < ελληνιστική ὑποπόδιον

Ουσιαστικό

υποπόδιο ουδέτερο

  • αντικείμενο γραφείου (λεωφορείου, τρένου...), για την ανάπαυση των ποδιών
    ρυθμιζόμενο υποπόδιο

Εκφράσεις

  • έγινε υποπόδιο των ποδών του, τον έχει υποπόδιο των ποδιών του: λέγεται για κάποιον που ανέχεται κάθε εξευτελισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.