υποπρόταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποπρόταση | οι | υποπροτάσεις |
| γενική | της | υποπρότασης* | των | υποπροτάσεων |
| αιτιατική | την | υποπρόταση | τις | υποπροτάσεις |
| κλητική | υποπρόταση | υποπροτάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποπροτάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ουσιαστικό
υποπρόταση θηλυκό
- (προγραμματισμός) τμήμα μιας σύνθετης εντολής (γλώσσας προγραμματισμού), όπως τα
elseκαιelseifστην εντολήif ... then ... else ... elseif
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.