υποκύανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποκύανος | η | υποκύανη | το | υποκύανο |
| γενική | του | υποκύανου | της | υποκύανης | του | υποκύανου |
| αιτιατική | τον | υποκύανο | την | υποκύανη | το | υποκύανο |
| κλητική | υποκύανε | υποκύανη | υποκύανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποκύανοι | οι | υποκύανες | τα | υποκύανα |
| γενική | των | υποκύανων | των | υποκύανων | των | υποκύανων |
| αιτιατική | τους | υποκύανους | τις | υποκύανες | τα | υποκύανα |
| κλητική | υποκύανοι | υποκύανες | υποκύανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποκύανος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
υποκύανος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.