υπογραμμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπογραμμός | οι | υπογραμμοί |
| γενική | του | υπογραμμού | των | υπογραμμών |
| αιτιατική | τον | υπογραμμό | τους | υπογραμμούς |
| κλητική | υπογραμμέ | υπογραμμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπογραμμός < ελληνιστική κοινή ὑπογραμμός < αρχαία ελληνική ὑπογράφω < ὑπό + γράφω
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
υπογραμμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.