υπνωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπνωτισμός | οι | υπνωτισμοί |
| γενική | του | υπνωτισμού | των | υπνωτισμών |
| αιτιατική | τον | υπνωτισμό | τους | υπνωτισμούς |
| κλητική | υπνωτισμέ | υπνωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπνωτισμός < γαλλική hypnotisme ή αγγλική hypnotism < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός
Ουσιαστικό
υπνωτισμός αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.