υπνωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπνωτήριο | τα | υπνωτήρια |
| γενική | του | υπνωτηρίου & υπνωτήριου |
των | υπνωτηρίων |
| αιτιατική | το | υπνωτήριο | τα | υπνωτήρια |
| κλητική | υπνωτήριο | υπνωτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπνωτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υπνωτήριο ουδέτερο
- κλειστός χώρος, συνήθως σε ίδρυμα, όπου μπορούν άτομα χωρίς οικονομικά μέσα και χωρίς στέγη να κοιμούνται τα βράδια
- κλειστός χώρος όπου κοιμούνται μαζί στρατιώτες, κρατούμενοι, κλπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.