υπερώο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπερώο | τα | υπερώα |
| γενική | του | υπερώου | των | υπερώων |
| αιτιατική | το | υπερώο | τα | υπερώα |
| κλητική | υπερώο | υπερώα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερώο< αρχαία ελληνική ὑπερῷον
Ουσιαστικό
υπερώο ουδέτερο
- (λόγιο) εξώστης
- (ειδικότερα) ο εξώστης σε Ορθόδοξους Χριστιανικούς ναούς που βρίσκεται εσωτερικά και πίσω και χρησιμοποιείται συνήθως σαν γυναικωνίτης
Μεταφράσεις
υπερώο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.