υπερψήφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερψήφιση | οι | υπερψηφίσεις |
| γενική | της | υπερψήφισης* | των | υπερψηφίσεων |
| αιτιατική | την | υπερψήφιση | τις | υπερψηφίσεις |
| κλητική | υπερψήφιση | υπερψηφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερψηφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερψήφιση < υπερψηφί(ζω) + ση. Αναλύεται σε υπερ- + ψήφιση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
υπερψήφιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.