υπεροχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεροχή | οι | υπεροχές |
| γενική | της | υπεροχής | των | υπεροχών |
| αιτιατική | την | υπεροχή | τις | υπεροχές |
| κλητική | υπεροχή | υπεροχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεροχή < αρχαία ελληνική ὑπεροχή
Ουσιαστικό
υπεροχή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το να υπερέχει κάποιος, να είναι καλύτερος από κάποιους άλλους
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπεροχή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.