υπερκεράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερκεράζω < (ελληνιστική κοινή) ὑπερκεράω / ὑπερκερῶ + -άζω < αρχαία ελληνική κέρας
Ρήμα
υπερκεράζω (παθητική φωνή: υπερκεράζομαι)
- (λόγιο) ξεπερνώ μια ενοχλητική κατάσταση, βγαίνω δυνατός από μια αναμέτρηση
Συγγενικά
- υπερκέραση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, κέρατο και κέρας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερκεράζω | υπερκέραζα | θα υπερκεράζω | να υπερκεράζω | υπερκεράζοντας | |
| β' ενικ. | υπερκεράζεις | υπερκέραζες | θα υπερκεράζεις | να υπερκεράζεις | υπερκέραζε | |
| γ' ενικ. | υπερκεράζει | υπερκέραζε | θα υπερκεράζει | να υπερκεράζει | ||
| α' πληθ. | υπερκεράζουμε | υπερκεράζαμε | θα υπερκεράζουμε | να υπερκεράζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερκεράζετε | υπερκεράζατε | θα υπερκεράζετε | να υπερκεράζετε | υπερκεράζετε | |
| γ' πληθ. | υπερκεράζουν(ε) | υπερκέραζαν υπερκεράζαν(ε) |
θα υπερκεράζουν(ε) | να υπερκεράζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερκέρασα | θα υπερκεράσω | να υπερκεράσω | υπερκεράσει | ||
| β' ενικ. | υπερκέρασες | θα υπερκεράσεις | να υπερκεράσεις | υπερκέρασε | ||
| γ' ενικ. | υπερκέρασε | θα υπερκεράσει | να υπερκεράσει | |||
| α' πληθ. | υπερκεράσαμε | θα υπερκεράσουμε | να υπερκεράσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερκεράσατε | θα υπερκεράσετε | να υπερκεράσετε | υπερκεράστε | ||
| γ' πληθ. | υπερκέρασαν υπερκεράσαν(ε) |
θα υπερκεράσουν(ε) | να υπερκεράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερκεράσει | είχα υπερκεράσει | θα έχω υπερκεράσει | να έχω υπερκεράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερκεράσει | είχες υπερκεράσει | θα έχεις υπερκεράσει | να έχεις υπερκεράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερκεράσει | είχε υπερκεράσει | θα έχει υπερκεράσει | να έχει υπερκεράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερκεράσει | είχαμε υπερκεράσει | θα έχουμε υπερκεράσει | να έχουμε υπερκεράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερκεράσει | είχατε υπερκεράσει | θα έχετε υπερκεράσει | να έχετε υπερκεράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερκεράσει | είχαν υπερκεράσει | θα έχουν υπερκεράσει | να έχουν υπερκεράσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερκεράζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.