υπερκειμενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερκειμενικός | η | υπερκειμενική | το | υπερκειμενικό |
| γενική | του | υπερκειμενικού | της | υπερκειμενικής | του | υπερκειμενικού |
| αιτιατική | τον | υπερκειμενικό | την | υπερκειμενική | το | υπερκειμενικό |
| κλητική | υπερκειμενικέ | υπερκειμενική | υπερκειμενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερκειμενικοί | οι | υπερκειμενικές | τα | υπερκειμενικά |
| γενική | των | υπερκειμενικών | των | υπερκειμενικών | των | υπερκειμενικών |
| αιτιατική | τους | υπερκειμενικούς | τις | υπερκειμενικές | τα | υπερκειμενικά |
| κλητική | υπερκειμενικοί | υπερκειμενικές | υπερκειμενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερκειμενικός < υπερκείμεν(ο) + -ικός
Επίθετο
υπερκειμενικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) που έχει σχέση με υπερκείμενο (hypertext) ή υπερκείμενα, που αφορά υπερκείμενο ή υπερκείμενα ή τον τρόπο με τον οποίο αυτά διασυνδέονται
- υπερκειμενικές πληροφορίες, υπερκειμενικό έγγραφο
- υπερκειμενική σήμανση, υπερκειμενική μεταφορά
Συγγενικά
- υπερκειμενικά (επίρρημα)
- υπερκείμενο
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.