υπερθεματίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερθεματίστρια | οι | υπερθεματίστριες |
| γενική | της | υπερθεματίστριας | των | υπερθεματιστριών |
| αιτιατική | την | υπερθεματίστρια | τις | υπερθεματίστριες |
| κλητική | υπερθεματίστρια | υπερθεματίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερθεματίστρια < υπερθεματιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματιστής < ὑπερθεματίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.θe.maˈti.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐θε‐μα‐τί‐στρι‐α
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπερθεματίζω
Μεταφράσεις
υπερθεματίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.