υπερδιήθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερδιήθηση | οι | υπερδιηθήσεις |
| γενική | της | υπερδιήθησης* | των | υπερδιηθήσεων |
| αιτιατική | την | υπερδιήθηση | τις | υπερδιηθήσεις |
| κλητική | υπερδιήθηση | υπερδιηθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιηθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ðiˈi.θi.si/
Ουσιαστικό
υπερδιήθηση θηλυκό
- διήθηση μέσα από ημιπερατή μεμβράνη που επιτρέπει τη διέλευση μόνο σε πολύ μικρά μόρια
Μεταφράσεις
υπερδιήθηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.