υπεραυτόματος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραυτόματος η υπεραυτόματη το υπεραυτόματο
      γενική του υπεραυτόματου της υπεραυτόματης του υπεραυτόματου
    αιτιατική τον υπεραυτόματο την υπεραυτόματη το υπεραυτόματο
     κλητική υπεραυτόματε υπεραυτόματη υπεραυτόματο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραυτόματοι οι υπεραυτόματες τα υπεραυτόματα
      γενική των υπεραυτόματων των υπεραυτόματων των υπεραυτόματων
    αιτιατική τους υπεραυτόματους τις υπεραυτόματες τα υπεραυτόματα
     κλητική υπεραυτόματοι υπεραυτόματες υπεραυτόματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπεραυτόματος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υπεραυτόματος, -η, -ο

  • σχεδόν αποκλειστικά λειτουργεί με αυτοματισμούς και οι διαδικασίες έχουν προκαθοριστεί/προγραμματιστεί σε συγκεκριμένες ρουτίνες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.