απλουστεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απλουστεύω < απλούστερος + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική simplifier)
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απλουστεύω | απλούστευα | θα απλουστεύω | να απλουστεύω | απλουστεύοντας | |
| β' ενικ. | απλουστεύεις | απλούστευες | θα απλουστεύεις | να απλουστεύεις | απλούστευε | |
| γ' ενικ. | απλουστεύει | απλούστευε | θα απλουστεύει | να απλουστεύει | ||
| α' πληθ. | απλουστεύουμε | απλουστεύαμε | θα απλουστεύουμε | να απλουστεύουμε | ||
| β' πληθ. | απλουστεύετε | απλουστεύατε | θα απλουστεύετε | να απλουστεύετε | απλουστεύετε | |
| γ' πληθ. | απλουστεύουν(ε) | απλούστευαν απλουστεύαν(ε) |
θα απλουστεύουν(ε) | να απλουστεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απλούστευσα | θα απλουστεύσω | να απλουστεύσω | απλουστεύσει | ||
| β' ενικ. | απλούστευσες | θα απλουστεύσεις | να απλουστεύσεις | απλούστευσε | ||
| γ' ενικ. | απλούστευσε | θα απλουστεύσει | να απλουστεύσει | |||
| α' πληθ. | απλουστεύσαμε | θα απλουστεύσουμε | να απλουστεύσουμε | |||
| β' πληθ. | απλουστεύσατε | θα απλουστεύσετε | να απλουστεύσετε | απλουστεύστε | ||
| γ' πληθ. | απλούστευσαν απλουστεύσαν(ε) |
θα απλουστεύσουν(ε) | να απλουστεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απλουστεύσει | είχα απλουστεύσει | θα έχω απλουστεύσει | να έχω απλουστεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απλουστεύσει | είχες απλουστεύσει | θα έχεις απλουστεύσει | να έχεις απλουστεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απλουστεύσει | είχε απλουστεύσει | θα έχει απλουστεύσει | να έχει απλουστεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απλουστεύσει | είχαμε απλουστεύσει | θα έχουμε απλουστεύσει | να έχουμε απλουστεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απλουστεύσει | είχατε απλουστεύσει | θα έχετε απλουστεύσει | να έχετε απλουστεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απλουστεύσει | είχαν απλουστεύσει | θα έχουν απλουστεύσει | να έχουν απλουστεύσει |
| |
Συγγενικά
- απλουστευμένα
- απλουστευμένος
- απλούστευση
- απλουστευτής
- απλουστευτικά
- απλουστευτικός
- υπεραπλούστευση
- υπεραπλουστεύω
- → δείτε τη λέξη απλός
Μεταφράσεις
απλουστεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.