απλουστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απλουστεύω < απλούστερος + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική simplifier)

Ρήμα

απλουστεύω (παθητική φωνή: απλουστεύομαι)

Συνώνυμα

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.