υπέρηχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπέρηχος | οι | υπέρηχοι |
| γενική | του | υπέρηχου & υπερήχου |
των | υπέρηχων & υπερήχων |
| αιτιατική | τον | υπέρηχο | τους | υπέρηχους & υπερήχους |
| κλητική | υπέρηχε | υπέρηχοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπέρηχος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ultrasound < υπέρ- + ήχος
Ουσιαστικό
υπέρηχος αρσενικό
- ταλάντωση που έχει τον ίδιο χαρακτήρα με τον ήχο αλλά πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, έτσι ώστε να μη γίνεται αντιληπτή από το ανθρώπινο αυτί
- (ιατρική) το υπερηχογράφημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.