υπέρβαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπέρβαρο τα υπέρβαρα
      γενική του υπέρβαρου των υπέρβαρων
    αιτιατική το υπέρβαρο τα υπέρβαρα
     κλητική υπέρβαρο υπέρβαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπέρβαρο < υπέρ + βάρος

Ουσιαστικό

υπέρβαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υπέρβαρο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του υπέρβαρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υπέρβαρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.