υμενορραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υμενορραφή | οι | υμενορραφές |
| γενική | της | υμενορραφής | των | υμενορραφών |
| αιτιατική | την | υμενορραφή | τις | υμενορραφές |
| κλητική | υμενορραφή | υμενορραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υμενορραφή θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υμενορραφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.