υμενορραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υμενορραφή οι υμενορραφές
      γενική της υμενορραφής των υμενορραφών
    αιτιατική την υμενορραφή τις υμενορραφές
     κλητική υμενορραφή υμενορραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υμενορραφή < υμέν(ας) + -ο- + ραφή

Ουσιαστικό

υμενορραφή θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.