υδρόψυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρόψυξη | οι | υδροψύξεις |
| γενική | της | υδρόψυξης* | των | υδροψύξεων |
| αιτιατική | την | υδρόψυξη | τις | υδροψύξεις |
| κλητική | υδρόψυξη | υδροψύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υδροψύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρόψυξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υδρόψυξη θηλυκό
- η ελάττωση της θερμοκρασίας μιας συσκευής ή μηχανής με τη χρήση (κυκλοφορία) νερού ή άλλου, ειδικού, ψυκτικού υγρού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υδρόψυξη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.