αερόψυξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερόψυξη οι αεροψύξεις
      γενική της αερόψυξης* των αεροψύξεων
    αιτιατική την αερόψυξη τις αεροψύξεις
     κλητική αερόψυξη αεροψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροψύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερόψυξη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αερόψυξη θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.