υδροπέπων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υδροπέπων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑδροπέπων < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική melon d'eau.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υδρο- + αρχαία ελληνική πέπων
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈpe.pon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐πέ‐πων
Ουσιαστικό
υδροπέπων, -ονος αρσενικό → δείτε την κλίση στο ὑδροπέπων
- (παρωχημένο, φρούτο, βοτανική) το καρπούζι
Αναφορές
- «υδροπέπων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- υδροπέπων - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.