υδρονομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρονομή | οι | υδρονομές |
| γενική | της | υδρονομής | των | υδρονομών |
| αιτιατική | την | υδρονομή | τις | υδρονομές |
| κλητική | υδρονομή | υδρονομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδρονομή θηλυκό
- η διανομή του νερού στα σπίτια μέσω του δικτύου ύδρευσης
- ※ Εάν ο ιδιοκτήτης δεν καταβάλη την εισφοράν εντός δέκα πέντε ημερών από της προσαγωγής της αποδείξεως πληρωμής ή της σχετικής ειδοποιήσεως, η υπηρεσία υδρονομής δικαιούται να διακόψη την παροχήν ύδατος χωρίς εκ τούτου να διακόπτηται και η προς πληρωμήν της εισφοράς υποχρέωσις του ιδιοκτήτου. (Προεδρικόν Διάταγμα της 9 Δεκ. 1926 (ΦΕΚ Α΄ 428), Άρθρο 3.3)
Μεταφράσεις
υδρονομή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.