υγειονολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγειονολογία οι υγειονολογίες
      γενική της υγειονολογίας των υγειονολογιών
    αιτιατική την υγειονολογία τις υγειονολογίες
     κλητική υγειονολογία υγειονολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγειονολογία < υγειονολόγος + -ία

Ουσιαστικό

υγειονολογία θηλυκό

  • επιστημονικός κλάδος που μελετά τα μέσα για τη διατήρηση της υγείας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.