τυρφογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυρφογένεση οι τυρφογενέσεις
      γενική της τυρφογένεσης* των τυρφογενέσεων
    αιτιατική την τυρφογένεση τις τυρφογενέσεις
     κλητική τυρφογένεση τυρφογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυρφογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυρφογένεση < τύρφη + -ο- + γένεση

Ουσιαστικό

τυρφογένεση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • τυρφογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.