τυροφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυροφάγος η τυροφάγα το τυροφάγο
      γενική του τυροφάγου της τυροφάγας του τυροφάγου
    αιτιατική τον τυροφάγο την τυροφάγα το τυροφάγο
     κλητική τυροφάγε τυροφάγα τυροφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυροφάγοι οι τυροφάγες τα τυροφάγα
      γενική των τυροφάγων των τυροφάγων των τυροφάγων
    αιτιατική τους τυροφάγους τις τυροφάγες τα τυροφάγα
     κλητική τυροφάγοι τυροφάγες τυροφάγα
Το θηλυκό σχηματίζει και λόγιους τύπους όμοιους με το αρσενικό.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυροφάγος < τυρο- + -φάγος

Επίθετο

τυροφάγος, -α, -ο

  • εκείνος ο οποίος τρέφεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά με τυρί.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.