ξεφαντώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεφαντώνω < μεσαιωνικά ρήματα ξεφαντώνω & ξηφαντώννω & ἐξεφαντώνω < ίσως από ἐκφαντεύω < αρχαία ελληνική ἔκφαντος μετοχή του ἔκφημι
Ρήμα
ξεφαντώνω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)
- διασκεδάζω, γλεντώ, εκφράζομαι ελεύθερα χωρίς πολλές αναστολές
Συγγενικά
- ξεφάντωμα
- ξεφαντωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεφαντώνω | ξεφάντωνα | θα ξεφαντώνω | να ξεφαντώνω | ξεφαντώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεφαντώνεις | ξεφάντωνες | θα ξεφαντώνεις | να ξεφαντώνεις | ξεφάντωνε | |
| γ' ενικ. | ξεφαντώνει | ξεφάντωνε | θα ξεφαντώνει | να ξεφαντώνει | ||
| α' πληθ. | ξεφαντώνουμε | ξεφαντώναμε | θα ξεφαντώνουμε | να ξεφαντώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεφαντώνετε | ξεφαντώνατε | θα ξεφαντώνετε | να ξεφαντώνετε | ξεφαντώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεφαντώνουν(ε) | ξεφάντωναν ξεφαντώναν(ε) |
θα ξεφαντώνουν(ε) | να ξεφαντώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεφάντωσα | θα ξεφαντώσω | να ξεφαντώσω | ξεφαντώσει | ||
| β' ενικ. | ξεφάντωσες | θα ξεφαντώσεις | να ξεφαντώσεις | ξεφάντωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεφάντωσε | θα ξεφαντώσει | να ξεφαντώσει | |||
| α' πληθ. | ξεφαντώσαμε | θα ξεφαντώσουμε | να ξεφαντώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεφαντώσατε | θα ξεφαντώσετε | να ξεφαντώσετε | ξεφαντώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεφάντωσαν ξεφαντώσαν(ε) |
θα ξεφαντώσουν(ε) | να ξεφαντώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεφαντώσει | είχα ξεφαντώσει | θα έχω ξεφαντώσει | να έχω ξεφαντώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεφαντώσει | είχες ξεφαντώσει | θα έχεις ξεφαντώσει | να έχεις ξεφαντώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεφαντώσει | είχε ξεφαντώσει | θα έχει ξεφαντώσει | να έχει ξεφαντώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεφαντώσει | είχαμε ξεφαντώσει | θα έχουμε ξεφαντώσει | να έχουμε ξεφαντώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεφαντώσει | είχατε ξεφαντώσει | θα έχετε ξεφαντώσει | να έχετε ξεφαντώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεφαντώσει | είχαν ξεφαντώσει | θα έχουν ξεφαντώσει | να έχουν ξεφαντώσει |
| |
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεφαντώνω | ξεφάντωνα | θα ξεφαντώνω | να ξεφαντώνω | ξεφαντώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεφαντώνεις | ξεφάντωνες | θα ξεφαντώνεις | να ξεφαντώνεις | ξεφάντωνε | |
| γ' ενικ. | ξεφαντώνει | ξεφάντωνε | θα ξεφαντώνει | να ξεφαντώνει | ||
| α' πληθ. | ξεφαντώνουμε | ξεφαντώναμε | θα ξεφαντώνουμε | να ξεφαντώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεφαντώνετε | ξεφαντώνατε | θα ξεφαντώνετε | να ξεφαντώνετε | ξεφαντώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεφαντώνουν(ε) | ξεφάντωναν ξεφαντώναν(ε) |
θα ξεφαντώνουν(ε) | να ξεφαντώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεφάντωσα | θα ξεφαντώσω | να ξεφαντώσω | ξεφαντώσει | ||
| β' ενικ. | ξεφάντωσες | θα ξεφαντώσεις | να ξεφαντώσεις | ξεφάντωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεφάντωσε | θα ξεφαντώσει | να ξεφαντώσει | |||
| α' πληθ. | ξεφαντώσαμε | θα ξεφαντώσουμε | να ξεφαντώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεφαντώσατε | θα ξεφαντώσετε | να ξεφαντώσετε | ξεφαντώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεφάντωσαν ξεφαντώσαν(ε) |
θα ξεφαντώσουν(ε) | να ξεφαντώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεφαντώσει | είχα ξεφαντώσει | θα έχω ξεφαντώσει | να έχω ξεφαντώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεφαντώσει | είχες ξεφαντώσει | θα έχεις ξεφαντώσει | να έχεις ξεφαντώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεφαντώσει | είχε ξεφαντώσει | θα έχει ξεφαντώσει | να έχει ξεφαντώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεφαντώσει | είχαμε ξεφαντώσει | θα έχουμε ξεφαντώσει | να έχουμε ξεφαντώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεφαντώσει | είχατε ξεφαντώσει | θα έχετε ξεφαντώσει | να έχετε ξεφαντώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεφαντώσει | είχαν ξεφαντώσει | θα έχουν ξεφαντώσει | να έχουν ξεφαντώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεφαντώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.