τυποβαφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυποβαφή | οι | τυποβαφές |
| γενική | της | τυποβαφής | των | τυποβαφών |
| αιτιατική | την | τυποβαφή | τις | τυποβαφές |
| κλητική | τυποβαφή | τυποβαφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τυποβαφή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.