τυμπανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυμπανικός η τυμπανική το τυμπανικό
      γενική του τυμπανικού της τυμπανικής του τυμπανικού
    αιτιατική τον τυμπανικό την τυμπανική το τυμπανικό
     κλητική τυμπανικέ τυμπανική τυμπανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυμπανικοί οι τυμπανικές τα τυμπανικά
      γενική των τυμπανικών των τυμπανικών των τυμπανικών
    αιτιατική τους τυμπανικούς τις τυμπανικές τα τυμπανικά
     κλητική τυμπανικοί τυμπανικές τυμπανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυμπανικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τυμπανικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Πολυλεκτικοί όροι

  • τυμπανική κοιλότητα
  • τυμπανικός υμένας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.