τσότρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσότρα οι τσότρες
      γενική της τσότρας
    αιτιατική την τσότρα τις τσότρες
     κλητική τσότρα τσότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσότρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çotra < ιταλική ciotola < λατινική cyathus < αρχαία ελληνική κύαθος [1] (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

τσότρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.