τσούπρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσούπρα | οι | τσούπρες |
| γενική | της | τσούπρας | — | |
| αιτιατική | την | τσούπρα | τις | τσούπρες |
| κλητική | τσούπρα | τσούπρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσούπρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çupë
Μεταφράσεις
τσούπρα
|
→ δείτε τη λέξη κορίτσι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.