τσούπρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσούπρα οι τσούπρες
      γενική της τσούπρας
    αιτιατική την τσούπρα τις τσούπρες
     κλητική τσούπρα τσούπρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσούπρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çupë

Ουσιαστικό

τσούπρα θηλυκό

  1. το κορίτσι, η κοπέλα
  2. η νεαρή γίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.