τσούπα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσούπα < (άμεσο δάνειο) αλβανική tšupa [1]

Ουσιαστικό

τσούπα θηλυκό άλλη μορφή του τσούπρα

Συγγενικά

  • τσουπί
  • τσουπίτσα
  • τσουπρίτσα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.