τσουρουφλιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσουρουφλιστός η τσουρουφλιστή το τσουρουφλιστό
      γενική του τσουρουφλιστού της τσουρουφλιστής του τσουρουφλιστού
    αιτιατική τον τσουρουφλιστό την τσουρουφλιστή το τσουρουφλιστό
     κλητική τσουρουφλιστέ τσουρουφλιστή τσουρουφλιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσουρουφλιστοί οι τσουρουφλιστές τα τσουρουφλιστά
      γενική των τσουρουφλιστών των τσουρουφλιστών των τσουρουφλιστών
    αιτιατική τους τσουρουφλιστούς τις τσουρουφλιστές τα τσουρουφλιστά
     κλητική τσουρουφλιστοί τσουρουφλιστές τσουρουφλιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσουρουφλιστός < τσουρουφλίζω + -τός

Επίθετο

τσουρουφλιστός, -ή, -ό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.