τσιμπούσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμπούσι | τα | τσιμπούσια |
| γενική | του | τσιμπουσιού | των | τσιμπουσιών |
| αιτιατική | το | τσιμπούσι | τα | τσιμπούσια |
| κλητική | τσιμπούσι | τσιμπούσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπούσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çümbüş [1] < περσική جنبش (cunbīş)
Σημειώσεις
Πιθανόν η λέξη τσιμπούσι να είναι παραφθορά, δια μέσου των αιώνων, της αρχαιοελληνικής λέξεως συμπόσιο
Αναφορές
- τσιμπούσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.