τσιγαροθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιγαροθήκη | οι | τσιγαροθήκες |
| γενική | της | τσιγαροθήκης | των | τσιγαροθηκών |
| αιτιατική | την | τσιγαροθήκη | τις | τσιγαροθήκες |
| κλητική | τσιγαροθήκη | τσιγαροθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τσιγαροθήκη.
Ετυμολογία
τσιγαροθήκη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιγαροθήκη με τροπή [s] > [ts] κατά το τσιγάρ(ο) + -ο- + -θήκη [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.ɣa.ɾoˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐γα‐ρο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
τσιγαροθήκη θηλυκό
- μικρή θήκη (συνήθως δερμάτινη ή μεταλλική), για τσιγάρα
- ↪ μερικές τσιγαροθήκες έχουν και θέση για αναπτήρα
- ≈ συνώνυμα: ταμπακιέρα
Αναφορές
- τσιγαροθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.