τσελιγκάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσελιγκάτο | τα | τσελιγκάτα |
| γενική | του | τσελιγκάτου | των | τσελιγκάτων |
| αιτιατική | το | τσελιγκάτο | τα | τσελιγκάτα |
| κλητική | τσελιγκάτο | τσελιγκάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσελιγκάτο < τσέλιγκ(ας) + -άτο
Ουσιαστικό
τσελιγκάτο ουδέτερο
- παλαιάς μορφής κοινωνικοοικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενος τσέλιγκα.
Μεταφράσεις
τσελιγκάτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.