κοινωνικοοικονομικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοινωνικοοικονομικός < κοινωνικ(ός) + -ο- + οικονομικός
Επίθετο
κοινωνικοοικονομικός, -ή, -ό
- (κοινωνιολογία, οικονομία) που αφορά την κοινωνική οργάνωση και τις οικονομικές δομές της
- ↪ κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
Μεταφράσεις
κοινωνικοοικονομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.