τσατσάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσατσάρα οι τσατσάρες
      γενική της τσατσάρας των (τσατσαρών)
    αιτιατική την τσατσάρα τις τσατσάρες
     κλητική τσατσάρα τσατσάρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια τσατσάρα

Ετυμολογία

τσατσάρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zazzara

Ουσιαστικό

τσατσάρα θηλυκό

  • πετενί (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.