τσαουλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσαουλιά | οι | τσαουλιές |
| γενική | της | τσαουλιάς | των | τσαουλιών |
| αιτιατική | την | τσαουλιά | τις | τσαουλιές |
| κλητική | τσαουλιά | τσαουλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡sa.uˈʎa/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσαουλιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.