τσαουλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαουλιά οι τσαουλιές
      γενική της τσαουλιάς των τσαουλιών
    αιτιατική την τσαουλιά τις τσαουλιές
     κλητική τσαουλιά τσαουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαουλιά < τσαουλ(ί) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.uˈʎa/

Ουσιαστικό

τσαουλιά θηλυκό

  1. (φυτό) είδος φασολιάς
  2. (φυτό) είδος βερικοκιάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.