τσέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέλο τα τσέλα
      γενική του τσέλου των τσέλων
    αιτιατική το τσέλο τα τσέλα
     κλητική τσέλο τσέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκίτσο τσελίστα που παίζει τσέλο.

Ετυμολογία

τσέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cello < σύντμηση του violoncello  δείτε και τη λέξη βιολοντσέλο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡se.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέλο

Ουσιαστικό

τσέλο ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βιολοντσέλο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.