τρόχισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρόχισμα | τα | τροχίσματα |
| γενική | του | τροχίσματος | των | τροχισμάτων |
| αιτιατική | το | τρόχισμα | τα | τροχίσματα |
| κλητική | τρόχισμα | τροχίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.çi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρό‐χι‐σμα
Μεταφράσεις
τρόχισμα
|
|
Αναφορές
- τρόχισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.