τρυγονάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρυγονάκι | τα | τρυγονάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τρυγονάκι | τα | τρυγονάκια |
| κλητική | τρυγονάκι | τρυγονάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρυγονάκι < τρυγόνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
Ουσιαστικό
τρυγονάκι ουδέτερο
- μικρό τρυγόνι
- πληθυντικός τρυγονάκια: αγαπημένο ζευγάρι
- ≈ συνώνυμα:: πιτσουνάκια
Μεταφράσεις
τρυγονάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.