τρυγονάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυγονάκι τα τρυγονάκια
      γενική
    αιτιατική το τρυγονάκι τα τρυγονάκια
     κλητική τρυγονάκι τρυγονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυγονάκι < τρυγόνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

τρυγονάκι ουδέτερο

  1. μικρό τρυγόνι
  2. πληθυντικός τρυγονάκια: αγαπημένο ζευγάρι
     συνώνυμα:: πιτσουνάκια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.