τρομπονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρομπονιά | οι | τρομπονιές |
| γενική | της | τρομπονιάς | των | τρομπονιών |
| αιτιατική | την | τρομπονιά | τις | τρομπονιές |
| κλητική | τρομπονιά | τρομπονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρομπονιά < τρομπόν(ι) (όπλο) + -ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾom.boˈɲa/ & /tɾo.boˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐μπο‐νιά
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 462.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.