τρισμύριοι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ||||||
| γενική | ||||||
| αιτιατική | ||||||
| κλητική | ||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρισμύριοι | οι | τρισμύριες | τα | τρισμύρια |
| γενική | των | τρισμύριων & τρισμυρίων |
των | τρισμύριων & τρισμυρίων |
των | τρισμύριων & τρισμυρίων |
| αιτιατική | τους | τρισμύριους & τρισμυρίους |
τις | τρισμύριες | τα | τρισμύρια |
| κλητική | τρισμύριοι | τρισμύριες | τρισμύρια | |||
| Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό. Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά | ||||||
Ετυμολογία
- τρισμύριοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρισμύριοι < τρισ- + μύριοι
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈzmi.ɾi.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐σμύ‐ρι‐οι
Αριθμητικό
τρισμύριοι, -ες, -α (αριθμητικό επίθετο) μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
- τρισμύριοι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ||||||
| γενική | ||||||
| δοτική | ||||||
| αιτιατική | ||||||
| κλητική ὦ! | ||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τρισμύριοι | αἱ | τρισμύριαι | τὰ | τρισμύριᾰ |
| γενική | τῶν | τρισμυρίων | τῶν | τρισμυρίων | τῶν | τρισμυρίων |
| δοτική | τοῖς | τρισμυρίοις | ταῖς | τρισμυρίαις | τοῖς | τρισμυρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | τρισμυρίους | τὰς | τρισμυρίᾱς | τὰ | τρισμύριᾰ |
| κλητική ὦ! | τρισμύριοι | τρισμύριαι | τρισμύριᾰ | |||
| Αριθμητικό επίθετο χωρίς ενικό. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Αριθμητικά | ||||||
Αριθμητικό
τρισμύριοι, -αι, -α (αριθμητικό επίθετο) μόνο στον πληθυντικό
- (απόλυτο αριθμητικό) τριάντα χιλιάδες (κυριολεκτικά: τρεις φορές οι δέκα χιλιάδες)
- ≈ συνώνυμα: το θηλυκό στον ενικό: τρισμυρία (περιληπτικό)
Παράγωγα
- τρισμυριόπαλαι
- τρισμυριοπλασίων
- τρισμυριοστός
Πηγές
- τρισμύριοι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρισμύριοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.