τριπλοκατοικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τριπλοκατοικία | οι | τριπλοκατοικίες |
| γενική | της | τριπλοκατοικίας | των | τριπλοκατοικιών |
| αιτιατική | την | τριπλοκατοικία | τις | τριπλοκατοικίες |
| κλητική | τριπλοκατοικία | τριπλοκατοικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾi.plo.ka.tiˈci.a/
Ουσιαστικό
τριπλοκατοικία θηλυκό
- κτίριο με τρεις κατοικίες
- η τριπλοκατοικία συνήθως είναι τριώροφη, αλλά μπορεί να είναι και διώροφη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τριπλοκατοικία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.